θαλασσοκτονώ

θαλασσοκτονώ
θαλασσοκτονῶ, -έω (Μ)
σκοτώνω στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσο-* + -κτονώ (< -κτόνος < κτείνω), πρβλ. αυτο-κτονώ, λιμο-κτονώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”